- αφθογγος
- ἄφθογγοςἄ-φθογγος21) безмолвный, бессловесный, немой HH., Her., Trag., Plut.2) несказанный, т.е. священный
(γάμοι Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(γάμοι Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
άφθογγος — ἄφθογγος, ον (Α) 1. άφωνος, άλαλος 2. άφατος, άρρητος 3. «ἄφθογγος ἄγγελος» ο πυρσός, η δάδα 4. «ἄφθογγα γράμματα» τα άηχα, τα άφωνα γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φθογγος < φθόγγος, φθογγή (πρβλ. βαρύφθογγος, εύφθογγος, καλλίφθογγος] … Dictionary of Greek
ἄφθογγος — voiceless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφθογγον — ἄφθογγος voiceless masc/fem acc sg ἄφθογγος voiceless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθογγότερος — ἄφθογγος voiceless masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθόγγοις — ἄφθογγος voiceless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθόγγοισι — ἄφθογγος voiceless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθόγγοισιν — ἄφθογγος voiceless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθόγγους — ἄφθογγος voiceless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθόγγων — ἄφθογγος voiceless masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθόγγῳ — ἄφθογγος voiceless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄφθογγα — ἄφθογγος voiceless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)