αφθογγος

αφθογγος
    ἄφθογγος
    ἄ-φθογγος
    2
    1) безмолвный, бессловесный, немой HH., Her., Trag., Plut.
    2) несказанный, т.е. священный
    

(γάμοι Soph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αφθογγος" в других словарях:

  • άφθογγος — ἄφθογγος, ον (Α) 1. άφωνος, άλαλος 2. άφατος, άρρητος 3. «ἄφθογγος ἄγγελος» ο πυρσός, η δάδα 4. «ἄφθογγα γράμματα» τα άηχα, τα άφωνα γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φθογγος < φθόγγος, φθογγή (πρβλ. βαρύφθογγος, εύφθογγος, καλλίφθογγος] …   Dictionary of Greek

  • ἄφθογγος — voiceless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφθογγον — ἄφθογγος voiceless masc/fem acc sg ἄφθογγος voiceless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθογγότερος — ἄφθογγος voiceless masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθόγγοις — ἄφθογγος voiceless masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθόγγοισι — ἄφθογγος voiceless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθόγγοισιν — ἄφθογγος voiceless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθόγγους — ἄφθογγος voiceless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθόγγων — ἄφθογγος voiceless masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθόγγῳ — ἄφθογγος voiceless masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφθογγα — ἄφθογγος voiceless neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»